- ελπιστός
- -ή, -ό (Α ἐλπιστός, -ή, -όν)αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ελπίσει ότι θα γίνει, ο προσδοκώμενος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλπιστά — ἐλπιστός to be expected neut nom/voc/acc pl ἐλπιστά̱ , ἐλπιστός to be expected fem nom/voc/acc dual ἐλπιστά̱ , ἐλπιστός to be expected fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλπιστόν — ἐλπιστός to be expected masc acc sg ἐλπιστός to be expected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευέλπιστος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο οποίος μαρτύρησε στη Ρώμη με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται την 1η Ιουνίου. * * * εὐέλπιστος, ον (Μ) ο γεμάτος ελπίδα. επίρρ... εὐελπίστως με καλές ελπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελπιστός (< ελπίζω)] … Dictionary of Greek
κακελπιστώ — κακελπιστῶ, έω (Α) έχω κακό προαίσθημα, περιμένω κάτι κακό να συμβεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ελπιστῶ (< ελπιστος < ἐλπίζω), πρβλ. δυσ ελπιστώ, ευ ελπιστώ] … Dictionary of Greek